αντιτείχισμα

αντιτείχισμα
το
τείχισμα που στηρίζεται σε άλλο για να το στηρίξει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιτείχισμα — ἀντιτείχισμα, το (Α) οχυρωματικό τείχισμα που κατασκευάστηκε εναντίον άλλου τειχίσματος …   Dictionary of Greek

  • ἀντιτείχισμα — counter fortification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτειχίσματα — ἀντιτείχισμα counter fortification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”